EN | EL
Νευρίνωμα-Επενδύμωμα-Μηνιγγίωμα-Γλοίωμα

Δομή της Σπονδυλικής Στήλης


Η δομή της σπονδυλικής στήλης είναι σύνθετη και περιλαμβάνει οστά, μύες, μεσοσπονδύλιους δίσκους, συνδέσμους, αρθρώσεις και νεύρα. Από αυτά, οι σπόνδυλοι και ο νωτιαίος μυελός είναι οι σημαντικότεροι για την καλύτερη κατανόηση των όγκων, που αναπτύσσονται στις περιοχές αυτές:



Σπόνδυλοι: Η σπονδυλική στήλη αποτελείται από 24 μικρά οστά, που στοιχίζονται το ένα  πάνω στο άλλο, περιλαμβανομένου του ιερού οστού και του κόκκυγα. Οι περισσότεροι ενήλικοι έχουν 7 σπονδύλους στον αυχένα, 12 στο θώρακα και 5 στην οσφύ (μέση). Το ιερό οστό και ο κόκκυγας αποτελούνται συνολικά από 8-10 ενωμένους σπονδύλους. Κάθε σπόνδυλος έχει μία οπή στο κέντρο του. Οι στοιχισμένες αυτές οπές σχηματίζουν τελικά ένα κανάλι (νωτιαίος σωλήνας), που εσωκλείει και προστατεύει τον νωτιαίο μυελό και τις αρχικά εξερχόμενες νωτιαίες ρίζες των νεύρων του.


Δομή Νωτιαίου Μυελού


Ο νωτιαίος μυελός είναι μια μακριά στήλη νευρικών ινών, που μεταφέρει  τα μηνύματα από και προς τον εγκέφαλο. Εκτείνεται από τη βάση του κρανίου, μέχρι το ύψος του 1ου οσφυϊκού σπονδύλου, όπου σχηματίζεται ο μυελικός κώνος. Συνεχίζεται μέχρι την περιοχή του ιερού οστού και του κόκκυγα ως λεπτός συνδετικός ιστός, το τελικό νημάτιο. Το μήκος του νωτιαίου μυελού είναι περίπου 65 εκατοστά, ενώ η διάμετρός του διαφέρει ανάλογα με το ύψος της σπονδυλικής στήλης και έχει περίπου το πάχος του αντίχειρα. Στο κέντρο του (κεντρικός σωλήνας), διαβρέχεται από εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Από αυτόν εξέρχονται τα περιφερικά ή νωτιαία νεύρα. Καθώς ο νωτιαίος μυελός φθάνει μέχρι το ύψος του 1ου οσφυϊκού σπονδύλου, τα κατώτερα νεύρα διατρέχουν ένα διάστημα στον σπονδυλικό σωλήνα, μέχρι να εξέλθουν από αυτόν, σχηματίζοντας μια δομή που μοιάζει με ουρά αλόγου, την ιππουρίδα. Ο νωτιαίος μυελός και η ιππουρίδα περιβάλλονται από 3 στρώματα μήνιγγας (σκληρά, αραχνοειδή και χοριοειδή), τα οποία σχηματίζουν τον μηνιγγικό σάκο. Στον χώρο μεταξύ της αραχνοειδούς και της σκληράς μήνιγγας (υποσκληρίδιος χώρος),  κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Σε όλο το μήκος του χώρου αυτού, εκτείνεται ο οδοντωτός σύνδεσμος. Ο χώρος μεταξύ σκληράς μήνιγγας και σπονδύλων ονομάζεται επισκληρίδιος χώρος και περιέχει λίπος και αγγεία. Δομικά, ο νωτιαίος μυελός αποτελείται από 2 τμήματα: Το εσωτερικό στρώμα έχει σχήμα πεταλούδας και χρώμα γκρι (φαιά ουσία) και περιέχει νευρικά κύτταρα, υποστηρικτικά κύτταρα, τη λεγόμενη γλοία, καθώς και αγγεία. Στο εξωτερικό στρώμα (λευκού χρώματος – λευκή ουσία) υπάρχουν νευρικές ίνες (νευρίτες), που μεταφέρουν τις αισθητικές πληροφορίες, όπως ο πόνος και η αίσθηση της επικριτικής και αδρής αφής, της πίεσης και της θερμοκρασίας, από το σώμα στον εγκέφαλο και τις κινητικές εντολές, από τον εγκέφαλο στους μύες, τα εσωτερικά όργανα και τους αδένες.

Οι όγκοι της σπονδυλικής στήλης είναι σχετικά σπάνιοι. Μπορούν να είναι είτε πρωτοπαθείς (από τα οστικά κύτταρα), είτε δευτεροπαθείς (μεταστάσεις καρκίνου από άλλες πρωτοπαθείς εστίες). Αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς. Γενικά, οι κακοήθεις όγκοι αυξάνονται γρήγορα, ενώ οι καλοήθεις όγκοι μπορούν να αναπτύσσονται αργά, ενώ πολλές φορές  αναπτύσσονται για χρόνια πριν προκαλέσουν οποιοδήποτε σύμπτωμα.


Συμπτώματα


Το πιο συχνό αρχικό σύμπτωμα σε ασθενείς με τέτοιους όγκους είναι πόνος. Ο πόνος στην πλάτη είναι πολύ συνηθισμένος και δεν αποτελεί ειδικό σύμπτωμα οποιασδήποτε ασθένειας ή φυσικής κατάστασης. Ο πόνος μπορεί να είναι χειρότερος τη νύχτα ή κατά την αφύπνιση. Μπορεί επίσης να εξαπλώνεται (αντανακλά) πέρα από τη σπονδυλική στήλη στα ισχία, στα πόδια, ή στα χέρια και συνήθως επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, παρά τη λήψη αναλγητικής αγωγής.  Ανάλογα με τη θέση και τον τύπο του όγκου, αναπτύσσονται και άλλα συμπτώματα, τα οποία οφείλονται στην παρεκτόπιση ή στην προσβολή των νευρικών δομών, των σπονδύλων των αγγείων και των μεσοσπονδύλιων δίσκων και περιλαμβάνουν:

  • Πάρεση (μυϊκή αδυναμία) ή παράλυση (πλήρης αδυναμία- ανικανότητα), που μπορούν να εμφανιστούν σε ποικίλους βαθμούς και σε διαφορετικά μέρη του σώματος, ανάλογα με την ανατομική θέση του όγκου
  • Δυσχέρεια βάδισης, η οποία ίσως οδηγεί σε πτώσεις
  • Δυσκολία πραγματοποίησης λεπτών κινήσεων
  • Μείωση της ευαισθησίας στον πόνο, στη θερμότητα και στο κρύο
  • Απώλεια ελέγχου της ουροδόχου κύστης και/ή του εντέρου
  • Παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης


Διάγνωση όγκων σπονδυλικής στήλης


Οι όγκοι σπονδυλικής στήλης μπορεί μερικές φορές να μην διαγνωσθούν άμεσα, καθώς είναι σπάνιοι και επειδή τα συμπτώματά τους μοιάζουν με αυτά νόσων, που είναι πιο συχνές .Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ο ιατρός σας να είναι γνώστης του πλήρους ιατρικού ιστορικού σας και επί υποψίας να προγραμματίσει την πραγματοποίηση διαγνωστικών εξετάσεων, οι οποίες είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση και να προσδιορίσουν  τη θέση του όγκου. Η μαγνητική τομογραφία είναι η εξέταση εκλογής, καθώς είναι η μόνη εξέταση, η οποία παράγει εικόνες υψηλότατης ανάλυσης όλων των ανατομικών δομών της σπονδυλικής στήλης και του νωτιαίου μυελού. Η αξονική τομογραφία είναι μερικές φορές απαραίτητη για τον προσδιορισμό του βαθμού διήθησης των οστικών δομών (σπονδύλων), καθώς και για τον προγραμματισμό επεμβάσεων. Συχνά απαιτείται οσφυονωτιαία παρακέντηση και εξειδικευμένη εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ιδιαίτερα επί υποψίας απομυελινωτικής νόσου ή μυελίτιδας. Το σπινθηρογράφημα οστών έχει θέση στον προσδιορισμό της διασποράς, συνήθως, μεταστατικών όγκων. Ο απλός ακτινογραφικός έλεγχος είναι ο πιο διαδεδομένος και εύκολα πραγματοποιήσιμος έλεγχος πρώτης διαγνωστικής προσπέλασης. Με βάση τα άμεσα και έμμεσα στοιχεία που αναδεικνύονται προγραμματίζεται ο περαιτέρω νευροαπεικονιστικός έλεγχος.   Σε ορισμένες περιπτώσεις προτείνεται η καθοδηγούμενη λήψη βιοψίας μέσω αξονικής τομογραφίας, καθώς αυτή είναι η μόνη διαγνωστική εξέταση, η οποία παρέχει ιστολογική ταυτοποίηση των όγκων, κυρίως των σπονδύλων υπό περιοχική- τοπική αναισθησία. Δεν εφαρμόζεται σε ενδομυελικούς όγκους.


Θεραπεία όγκων σπονδυλικής στήλης


Ανάλογα με τους νευροαπεικονιστικούς χαρακτήρες του όγκου και την ιστολογική διάγνωση επί τελέσεως βιοψίας του όγκου, αποφασίζεται η περαιτέρω αντιμετώπιση είτε αυτή είναι χειρουργική, είτε αντιμετώπιση με ακτινοβολία και ακτινοχειρουργική είτε αντιμετώπιση με χημειοθεραπεία (συνήθως επί μεταστάσεων).

Στην ιδανική περίπτωση, ο στόχος της θεραπείας ενός όγκου σπονδυλικής στήλης και νωτιαίου μυελού είναι η ολική αφαίρεσή του και η αποκατάσταση της σταθερότητας της σπονδυλικής στήλης με ταυτόχρονη προστασία της λειτουργίας των ευαίσθητων νευρικών δομών. Κάθε παρέμβαση όμως ενέχει τον κίνδυνο μόνιμης νευρολογικής βλάβης. Για την επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου αντιμετώπισης λαμβάνονται υπόψη η νευρολογική εικόνα, η ηλικία, η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς, ο τύπος και η εντόπιση του όγκου, καθώς και αν πρόκειται για πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή (μεταστατικό) όγκο. Οι πρωτοπαθείς όγκοι του Νωτιαίου Μυελού στους ενήλικες είναι κατά κύριο λόγο καλοήθεις και εξελίσσονται αργά. Αποτελούν το 15% των εξαιρέσεων του ΚΝΣ. Τα 2/3 από αυτούς είναι εξωμυελικοί και συνήθως είναι καλοήθεις. Οι ιστολογικοί τύποι που συνήθως απαντώνται είναι όγκοι του ελύτρου των νεύρων, επενδύμωμα  μηνιγγίωμα, αστροκύτωμα, επενδύμωμα του νηματίου και αιμαγγειοβλάστωμα. Οι θεραπευτικές επιλογές για τους περισσότερους όγκους περιλαμβάνουν:


Παρακολούθηση:


Τα συνήθη σημεία και συμπτώματα ενός όγκου του νωτιαίου μυελού δείχνουν μια τυπικώς αργά αναπτυσσόμενη μάζα και περιλαμβάνουν πόνο στην ράχη, στον αυχένα, στον βραχίονα, ατροφία ή αντίθετη πάρεση ή πληγία καθώς και σημεία της φλοιονωτιαίας οδού. Εάν η βλάβη περιλαμβάνει τον μυελικό νώτο, τότε προσβάλλεται η παρασυμπαθητική νεύρωση του εντέρου και της ουροδόχου κύστης και των γεννητικών οργάνων. Αν η βλάβη εντοπίζεται στην ιππουρίδα μπορεί να προκληθεί επιλεκτικά έκπτωση στην λειτουργία μιας νευρικής ρίζας και να συνυπάρχει διακριτή δερμοτομική συσχέτιση του πόνου με την ρίζα.

Συχνά οι όγκοι διαγιγνώσκονται πριν προκαλέσουν συμπτώματα, τυχαία και στα πλαίσια εξετάσεων για άλλους λόγους. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μικροί σε μέγεθος, προφανώς καλοήθεις όγκοι, οι οποίοι δεν παρεκτοπίζουν σημαντικά τις ευαίσθητες νευρικές δομές ή ενδομυελικές, με μεγάλο διεγχειρητικό κίνδυνο, προσβάσιμες εξεργασίες, που προκαλούν μόνο ήπια συμπτώματα, αντιμετωπίζονται μόνο με παρακολούθηση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε προχωρημένης ηλικίας ασθενείς και σε όσους η αντιμετώπιση μέσω χειρουργείου ή ακτινοβολίας μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στις νευρικές δομές. Η παρακολούθηση λαμβάνει χώρα συνήθως μέσω μαγνητικής τομογραφίας σε τακτά διαστήματα, 6-12 μηνών ή επί επιδείνωσης των συμπτωμάτων.


Χειρουργική αντιμετώπιση: Αυτή είναι συχνά το πρώτο βήμα στη θεραπεία όγκων, που μπορούν να αφαιρεθούν με έναν αποδεκτό κίνδυνο πιθανής μετεγχειρητικής νευρολογικής επιδείνωσης. Οι νεώτερες τεχνικές, ιδιαίτερα η διεγχειρητική νευροπαρακολούθηση και η χρήση συσκευών αφαίρεσης όγκων που λειτουργούν με υπερήχους, τα μικροσκόπια και τα ενδοσκόπια, καθώς και τα μικροχειρουργικά εργαλεία, επιτρέπουν σήμερα στους νευροχειρουργούς να φθάσουν και να αφαιρέσουν πλήρως όγκους, που μέχρι πρότινος ήταν μη χειρουργήσιμοι. Ακόμη και με την εφαρμογή όλων των νέων τεχνολογιών, δεν είναι πάντα δυνατή η αφαίρεση όλων των όγκων. Η χειρουργική εξαίρεση είναι η καλύτερη επιλογή για πολλούς ενδομυελικούς και ενδομηνιγγικούς-εξωμυελικούς όγκους, όμως όγκοι όπως τα εκτεταμένα επενδυμώματα, μπορεί να είναι αδύνατον να αφαιρεθούν πλήρως από τον νωτιαίο μυελό ή τα νεύρα της ιππουρίδας. Σήμερα πλέον είμαστε σε θέση να χειρουργούμε με μεγαλύτερη ασφάλεια με την χρήση της νευροπαραμέτρησης και της νευροπλοήγησης. Η  νευροπαραμέτρηση μας επιτρέπει τον διεγχειρητικό έλεγχο και την καταγραφή διεγέρσεων από τα νεύρα της σπονδυλικής στήλης ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα διεγχειρητικού τραυματισμού κάποιου νεύρου ή και του ίδιου του νωτιαίου μυελού ανάλογα με το επίπεδο της χειρουργικής προσπέλασης. Η νευροπλοήγηση μας επιτρέπει προεγχειρητικά την ακριβή εντόπιση του όγκου και διεγχειρητικά τον προσδιορισμό των χειρουργικών ορίων ώστε να μην επηρεαστούν οι πέριξ υγιείς νευρικές δομές. Οι περισσότεροι καλοήθεις όγκοι αφαιρούνται συνήθως πλήρως, κάτι που δεν επιτυγχάνεται πάντα σε μεταστατικούς ή σε διηθητικούς ενδομυελικούς όγκους. Ειδικά σε μεταστατικούς όγκους, η θεραπεία εκλογής είναι η ακτινοθεραπεία και μόνο σε περίπτωση προοδευτικής νευρολογικής επιδείνωσης ή αστάθειας της σπονδυλικής στήλης συνιστάται χειρουργική αντιμετώπιση. Η αποκατάσταση μετά από την χειρουργική επέμβαση μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες ή μήνες, διάστημα στο οποίο, συχνά, τα συμπτώματα είναι εντονότερα, σε σύγκριση με την προεγχειρητική κατάσταση.


Ακτινοθεραπεία: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά από το χειρουργείο, με σκοπό τον έλεγχο της υπολειμματικής νόσου, ή την αποφυγή υποτροπής, ή στην αντιμετώπιση μη επιδεχόμενων χειρουργική επέμβαση όγκων. Αποτελεί θεραπεία εκλογής (πρώτης γραμμής) για τους μεταστατικούς όγκους στους οποίους και εφαρμόζεται συχνά ως επείγουσα θεραπεία. Η ακτινοβολία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ανακούφιση από τον πόνο, όταν δεν τίθεται θέμα ριζικής θεραπείας. Οι παρενέργειες της ακτινοβολίας, όπως ζάλη και ναυτία αντιμετωπίζονται επαρκώς με φαρμακευτική αγωγή. Στην ακτινοθεραπεία της σπονδυλικής στήλης εφαρμόζονται τεχνικές στόχευσης και καταμερισμού της δόσης σε πολλές συνεδρίες, με σκοπό την αποτροπή βλάβης στους περιβάλλοντες ιστούς και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.


Χημειοθεραπεία: Η χημειοθεραπεία δεν έχει αποδειχθεί ευεργετική για τους περισσότερους όγκους σπονδυλικής στήλης και νωτιαίου μυελού. Εντούτοις, υπάρχουν εξαιρέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σκόπιμη η χορήγηση χημειοθεραπείας, πάντα όμως σε συνδυασμό με χειρουργική αντιμετώπιση και/ή ακτινοθεραπεία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε μεταστατικούς όγκους.



It is not living that matters but living rightly - Socrates